Powered By Blogger

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

4:20


   Η ώρα 4:20 το πρωί. Περπατά στη λεωφόρο, την ψυχρή, την επικίνδυνη, τη λεωφόρο της ντροπής. Με τα χέρια σταυρωμένα, χωμένα το ένα μέσα στο άλλο μήπως ζεσταθεί. Περπατά γρήγορα, σαν να την κυνηγάει κάποιος -κι όμως κάποιος την κυνηγά. 
  
Ανοίγει τη σκουριασμένη πόρτα μιας παλιάς πολυκατοικίας. Μπαίνει και ανεβαίνει τις σκάλες γρήγορα, όπως και πριν. Ξεκλειδώνει την πόρτα ήσυχα και μπαίνει μέσα στο διαμέρισμα. Ακουμπά την πλάτη της στην κλειστή πόρτα και κλείνει για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια της, παίρνει μια ανάσα. Στρίβει στο διάδρομο αριστερά της. Όλα σκοτεινά. Δεν έχουν επιστρέψει ακόμα, ούτε εκείνος. 
  
Μπαίνει στο δωμάτιο. Αφήνει την τσάντα της σε μια καρέκλα και την αδειάζει. Δεν έχει πια χρήματα μέσα. Τα περισσότερα του τα έδωσε και όσα έμειναν τα έδωσε σε άλλους για να την βοηθήσουν να ξεχάσει. Βγάζει το παλτό της και πάει στο μπάνιο. Απέναντι από την πόρτα ένας παλιός και βρώμικος καθρέφτης. Κοιτάζει το είδωλό της μα βλέπει μόνο τη βρωμιά. Πλησιάζει πιο κοντά. Τα χέρια της τρέμουν. Σε λίγο θα νιώσει καλύτερα. 

Δεν ξέρει πια ποια είναι αυτή απέναντι της. Γιατί την κοιτάζει τόσο επίμονα; Άραγε ξέρει; Κανείς δεν ξέρει. Τα χέρια της τρέμουν πιο πολύ και το κεφάλι της πονάει. Λύνει τα μαλλιά της, που ήταν πιασμένα πάνω, και ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Το είδωλο της την τρομάζει. Σίγουρα ξέρει. Βγάζει τα παπούτσια της και τα πετάει στο πάτωμα του μπάνιου. Το βλέμμα της κοιτάζει τώρα στο κενό, σαν χαμένη, σαν να μην ξέρει πού βρίσκεται. Μπαίνει στην μπανιέρα να την ξεπλύνει το νερό. Ξαπλώνει μέσα και ανοίγει τη βρύση. But nothing gets rid of the stain. 
  
  Κάποια ξέχασε εδώ το ξυραφάκι της. Τα μάτια της ορθάνοιχτα καρφώνουν το ξυραφάκι. Απλώνει το χέρι της και το αρπάζει κρατώντας το σφιχτά. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα, όμως το χέρι της είναι πιο σταθερό από κάθε άλλη φορά. Και νιώθει ήρεμη. Γιατί σε λίγο θα νιώσει καλύτερα. Σε λίγο όλα θα είναι καλύτερα.


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου